Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η θέσπιση μιας ζώνης δικαιοδοσίας γίνεται με μονομερή πράξη του παράκτιου κράτους και ισχύει έναντι των άλλων κρατών υπό τον όρο ότι τηρούνται οι εφαρμοστέοι κανόνες του διεθνούς δικαίου. Σε περίπτωση που η γεωγραφία της περιοχής δεν επιτρέπει την πλήρη επέκταση του εύρους μιας θαλάσσιας ζώνης, τίθεται ζήτημα οριοθέτησης με γειτονικά κράτη, η οποία γίνεται κατ’ αρχήν με συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών. Ελλείψει συμφωνίας, δεν υφίσταται οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και επομένως τα σχετικά δικαιώματα δεν μπορούν να εφαρμοστούν ή να τύχουν εκμετάλλευσης με ασφάλεια.
Δείτε το κείμενο του Μνημονίου Συμφωνίας Τουρκίας – Λιβύης
Συνοπτικά, ως προς τη μέθοδο οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών μπορεί να λεχθεί ότι η αρχή της ίσης απόστασης αποτελεί τη βασική μέθοδο. Η αρχή της ίσης απόστασης ακολουθείται εν πολλοίς στην πρακτική των κρατών κατά την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους. Η διεθνής νομολογία σε υποθέσεις οριοθέτησης που παραπέμπονται ενώπιον αρμοδίων δικαστικών σωμάτων παρουσιάζει ενδιαφέρουσες διακυμάνσεις ως προς το κατά πόσο η εφαρμογή της μέσης γραμμής, μαζί με τις σχετικές προσαρμογές της, όπου υπάρχουν σχετικές περιστάσεις που τις δικαιολογούν, καταλήγει σε δίκαιο αποτέλεσμα ή και ορθή εφαρμογή του νομικού πλαισίου.
Στην περίπτωση Τουρκίας – Λιβύης, φαίνεται να αγνοούνται και κατ’ επέκταση να παραβιάζονται κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και ωσαύτως τέτοια ενδεχόμενη οριοθέτηση φαίνεται να μην ανταποκρίνεται και να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο υπό την έννοια ότι βλάπτονται δικαιώματα τρίτης χώρας.
Δείτε επίσης: Δίκαιο Συνθηκών και η θαλάσσια οριοθέτηση μεταξύ Λιβύης και Τουρκίας
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ερώτημα ποια είναι η σημασία της ενδεχόμενης παραβίασης του διεθνούς δικαίου. Πρέπει να λεχθεί ότι στη διεθνή έννομη τάξη, σε αντίθεση με την εθνική, δεν προβλέπεται η αναγκαστική επίλυση διαφορών από δικαστήριο ούτε και μπορεί κράτος να προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου χωρίς τη συναίνεση του. Επομένως, το διεθνές δίκαιο μπορεί να τυγχάνει επίκλησης και ερμηνείας κατά το δοκούν, ως εξυπηρετεί τα κυριαρχικά ή άλλα συμφέρονται του κάθε κράτους. Η επίκληση δε του διεθνούς δικαίου προσφέρει νομιμοποίηση των προβαλλόμενων επιχειρημάτων και κατ’ επέκταση δημιουργείται η προσδοκία αποδοχής τους.
Εν τέλει, ελλείψει δυνατότητας αναγκαστικού ελέγχου των εκατέρωθεν θέσεων, σε περιπτώσεις όπως της Τουρκίας, όπου η προσαγωγή ενώπιον δικαστηρίου δεν είναι δυνατή, το παιχνίδι κερδίζεται σε άλλο επίπεδο. Όχι στη βάση του διεθνούς δικαίου, αλλά στο επίπεδο της ισχύος και του ισοζυγίου δυνάμεων. Επομένως, το κατά πόσο ή όχι οι προωθούμενες θέσεις της Τουρκίας στηρίζονται ή όχι στο διεθνές δίκαιο φαίνεται να είναι ελάσσονος σημασίας ενόσω η προώθηση τους δεν βλάπτει άλλα δικαιώματα, θέσεις ή στρατηγικές της ίδιας…Όπως το έθεσε ο Θουκυδίδης (Ἱστορίαι, 5.89.1), «δίκαια μὲν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάγκης κρίνεται, δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν.».